Πως μού’ρθε τώρα να γράψω για τρέλες που έχω κάνει στο παρελθόν, δεν γκατέω.
Σκέφτηκα να γράφω που και που και καμιά από τις αρκετές που έχω κάνει ή έχω ζήσει στο παρελθόν.
Ξεκινώ λοιπόν.
Γυρίζω πίσω στο 1989 στο μακρινό Βανκούβερ τότε που φοιτούσα στην κινηματογραφική σχολή.
Στην τάξη ήμασταν 13 άτομα. Μας είχαν πει ότι κάθε Σάββατο θα είχαμε προβολές ταινιών στην αίθουσα προβολών της σχολής. Το κλου ήταν ότι κάθε βδομάδα θα διάλεγε ένας από μας ποια ταινία θα βλέπαμε όλοι. Θα την παρουσίαζε, θα έλεγε κάποια λόγια για το έργο και θα εξηγούσε γιατί επέλεξε να δούμε τη συγκεκριμένη.
Ήρθε και η βδομάδα που έπρεπε να επιλέξω εγώ την ταινία.
Εγώ φρέσκος από το πανεπιστήμιο, είχα χιλιάδες ταινίες στο μυαλό κι ήμουν έτοιμος να τρέξω να ξεθάψω θαμμένα αριστουργήματα της μεγάλης οθόνης.
Τι σου είναι το Ντι Εν Εη όμως!
Η σκέψη μου ήταν πολύ απλή:
Είμαι ο μόνος Ευρωπαίος εκεί; Είμαι. Άρα η ταινία θα είναι ευρωπαϊκή.
Είμαι ο μοναδικός Έλληνας εκεί; Είμαι. Άρα η ταινία θα είναι από την πατρίδα.
Το δίλημμα: Ποια ταινία να δείξω σε 12 Καναδούς που δεν είχαν ιδέα από την ελληνική ποπ κουλτούρα;
Σκέφτηκα να τους δείξω την «Υπολοχαγό Νατάσα», αλλά μετά, πώς θα έκρυβα τα ζουμιά εκεί που δολοφονείται άδικα ο Ορέστης και μένει η δόλια η Νατάσα μουγκή για να καταλήξει στο Νταχάου; Είχα κι ένα image να υπερασπιστώ.
Δεύτερη επιλογή ήταν η «Μια Τρελή Τρελή Οικογένεια,» αλλά πού να το βρω αυτό στου διαόλου τη νονά.
Τώρα θα μου πείτε γιατί δεν επέλεγα κανά «Ζορμπά»;
Και νά’βλεπα την πατρίδα και να μη ζούμιζα λιγάκι; Μην ξεχνάτε... το image.
Ή τίποτα αγγελοπουλικό; Ε ποτέ!
Κατέληξα σε ένα ποιο φολκλορικό, μελωδικό κι αγαπημένο έργο... το «Ρεμπέτικο».
(Εδώ σημειώνω ότι 2 χρόνια πιο πριν, ήμουν σε μια θεατρική παράσταση στην οποία έπρεπε να παίξω με την φωνή βαριά και βραχνή. Ο σκηνοθέτης είχε την φαεινή ιδέα να με βάλει να μάθω όλο το soundtrack του Ρεμπέτικου απ’έξω και να το τραγουδάω μια φορά τη μέρα για δυο βδομάδες έτσι ώστε να πέσει η φωνή τουλάχιστον 4 τόνους. Ρωτήστε τι τράβηξε το ντους στο σπίτι και το δόλιο μου το αμάξι.)
Κι επιστρέφω στο Βανκούβερ. Πάω λοιπόν, ψάχνω και βρίσκω κόπια της ταινίας και με διαβεβαιώνουν ότι είναι υποτιτλισμένη στα αγγλικά.
Eτοιμάζω την προβολή, ξεκινάει η προβολή... πέφτουν οι τίτλοι της αρχής καθώς αρχίζει και το «Μάνα μου Ελλάς» ...και μένω κάγκελο. Υπότιτλοι ούτε για δείγμα.
Οϊμέεεεεεεεεεεεεεεε!
Ξινίζουν οι Καναδοί, ξινίζουν οι καθηγητές... Ε, όχι, λέω... εμένα δεν θα ανοίξει η καναδική γη να με καταπιεί! «Ντοντ γόρρυ, μάη ντάρλινγκς», τους λέω, «άι γουιλ μέηκ σουρ δατ γιου αντερστέντ έβερυθινγκ».
Ευτυχώς που θυμόμουν τα τραγούδια. Ευτυχώς που ήδη είχα δει την ταινία 5-6 φορές και θυμόμουν καλά τι γινόταν.
Η προβολή ξεκίνησε από την αρχή. Αυτή τη φορά, με βρήκε να στέκομαι κάτω από την οθόνη μπροστά σε όλη την τάξη και για τις επόμενες τρεις ώρες, να μεταφράζω ταυτόχρονα όλα τα λόγια των ηθοποιών και όλα τα τραγούδια...
Το τέλος της προβολής το δέχτηκα με ένα γερό χειροκρότημα και με μια φωνή, που κάποτε τενόριζε, να έχει βυθιστεί κάπου στα άδυτα του μπασοβαρύτονου, [ή αλλιώς, να έχει το μελωδικό τσιτσίρισμα τσαντισμένου τρακτέρ] αλλά με αυτό το γλυκό συναίσθημα που έχει κανείς όταν έχει καταφέρει να σώσει μια κατάσταση και για ώρες φέρει το βλέμμα που λέει στους άλλους: Try that one on for size!