Κάποτε, μια ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη του 1990, οδηγούσα στις λεωφόρους του Τορόντο, πηγαίνοντας να αντιμετωπίσω μια καθόλου ευχάριστη κατάσταση.
Καθώς έκανα ζάπινγκ στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της πόλης, σταμάτησε ο δείκτης σε ένα σταθμό κλασσικής μουσικής. Εκεί παρέμεινε για τα επόμενα 20 και κάτι λεπτά.
Το έργο μόλις που είχε αρχίσει. Η ορχήστρα ξεκίνησε με ένα υπόκωφο ήχο που ερχόταν από τα τύμπανα. Ακολούθησαν τα πνευστά για κανά δυο μέτρα και μετά... το βιολί.
Ήταν η στιγμή όταν για άλλη μια φορά θα το ερωτευόμουν ξανά.
«Μάγκα μου,» μου είπε, «πάρκαρε τ’αμάξι, άναψε τσιγάρο και άσε με να σου κάνω έρωτα, να σου χαϊδέψω τα αυτά και να σε γεμίσω με τα συναισθήματα που μόνο εγώ ξέρω πως.»
Κι εγώ... αφέθηκα. Σε όλο το σύμπαν της κλασικής μουσικής, μου φάνηκε ότι ποτέ δεν είχα ακούσει πιο όμορφο έργο.
Ήταν το Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα του Max Bruch. Δεν ξέρω ποια εκτέλεση άκουσα στο ραδιόφωνο, αλλά κατέληξα στην εκτέλεση ενός παιδιού, του Joshua Bell, η οποία για μένα είναι ότι πιο απογειωτικό θα μπορούσα να ακούσω. Είναι μια ευχαρίστηση, μια ωτοηδονή που θέλω να την μοιραστώ μαζί σας.
Το ακούω παντού. Στο αμάξι, στην παραλία, στο αεροπλάνο... όπου και να βρίσκομαι... αυτό το έργο είναι πάντα μαζί μου. Και το αφιερώνω... σε σας που τον τελευταίο καιρό έχετε αποδείξει ότι μ’αγαπάτε.
Επισυνάπτω το πρώτο μέρος του έργου.
Καθώς ετοίμαζα αυτό το post, ανακάλυψα ότι το τρίτο μέρος του έργου έχει γίνει και μπαλέτο. Δε λέω τίποτα άλλο, απλά απολαύστε το.
No comments:
Post a Comment